Το βιβλίο-καταπέλτης του Simon Johnson και του James Kwak είναι ίσως το καλύτερο βιβλίο που έχει δημοσιευθεί το 2010. Δε θα εκπλαγώ αν σε μερικά χρόνια αποδειχθεί τόσο σημαντικό όσο και η Γενική Θεωρία του John Maynard Keynes.
Οι Johnson - καθηγητής στο MIT και μεχρι πρόσφατα πρώτος οικονομολόγος του ΔΝΤ - και Kwak διαγράφουν με γλαφυρότητα τους τρόπους με τους οποίους οι μεγάλες τράπεζες έγιναν η νέα οικονομική ολιγαρχία των ΗΠΑ. Η ολιγαρχία αυτή αρχικά εγκλωβίσε και μετά επιβλήθηκε με τη μεγάλη της οικονομική δύναμη στην πολιτική εξουσία στη χώρα, με αποτέλεσμα να απομυζά, μέσω της τεράστιας στήριξης από το κράτος, ολόκληρο τον Αμερικανικό λαό.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι συγγραφείς βρίσκουν πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι το μέγεθος των τριών μεγαλυτέρων τραπεζών των ΗΠΑ ισοδυναμεί με το 43% του ΑΕΠ της χώρας. Κατά τους συγγραφείς του βιβλίου, η τεράστια οικονομική δύναμη των μεγάλων τραπεζών έχει κυριολεκτικά εγκλωβίσει με χρυσές αλυσίδες πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους σημαντικούς παράγοντες. Έχει εξαγοράσει οικονομικές πολιτικές γιά να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αλλά και γιά να επεκτείνει τα πλοκάμια με τα οποία ελέγχει το πολιτικό σύστημα μέσω δικών της ανθρώπων σε διάφορα πολιτικά αξιώματα, περιλαμβανομένων και διαδοχικών υπουργών οικονομικών γιά δεκαετίες. Δίνουν επίσης έμφαση στην ιδεολογική «πολιορκία» της Ουάσιγκτων από τη Wall Street, η οποία πέτυχε να περάσει στην Αμερικανική κυβέρνηση και στον υπόλοιπο κόσμο μιά συγκεκριμένη φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας κορυφαίους ακαδημαϊκούς, ακόμη και Νομπελίστες, δημοσιογράφους και ΜΜΕ. Οτι δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρει τα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξη, μέσα απο καινοτομίες και νέα προιόντα, όταν είναι εντελώς ελεύθερο από κρατικές ρυθμίσεις και άλλες επεμβάσεις. Ετσι στην Ουάσιγκτων επικράτησε η άποψη «ότι είναι καλό γιά τις Αμερικανικές τράπεζες είναι καλό και γιά την οικονομία της χώρας» (και κατ’ επέκταση η ίδια φιλοσοφία προωθήθηκε μέσω του ΔΝΤ και της ΔΤ και σε πολλές άλλες χώρες).
Διάφορες κατά καιρούς καλοπροέραιτες προσπάθειες γιά καλύτερη ρύθμιση, όπως π.χ. η προσπάθεια γιά ρύθμιση των παραγώγων (derivatives) βρέθηκαν αντιμέτωπες με την πανίσχυρη αυτή ιδεολογία και σαν αποτέλεσμα απέτυχαν. Ακαδημαϊκοί οι οποίοι εκφράζαν διαφορετικές απόψεις η προειδοπιούσαν γιά τους κινδύνους από τη χαλαρή ρύθμιση και την καλπάζουσα φιλελευθεροποίηση των πάντων δεν εισακούστηκαν και σε πολλές περιπτώσεις περιθωριοποιήθηκαν, διότι ακόμη και πολλά «κορυφαία» ακαδημαϊκά περιοδικά, ιδιάιτερα αυτά που εδρεύουν στις ΗΠΑ, εγκλωβίστηκαν από την ίδια ιδεολογία.
Παρά τη λαϊκή οργή εναντίον των μεγάλων τραπεζών ματά την κρίση του 2008, η κυβέρνηση Ομπάμα δεν κατάφερε να περάσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε, και ούτε κατάφερε να περιορίσει τα σκανδαλώδη bonuses, λόγω της σθεναρής αντίστασης της οικονομικής ολιγαρχίας. Η Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009 ήταν, κατά τους συγγραφείς του βιβλίου, μιά πολύ σημαντική μέρα. Οι 13 τραπεζίτες είχαν συνάντηση στο Λευκό Οίκο με τον Πρόεδρο Ομπάμα. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν ουσιαστικά η αποδοχή της κυβέρνησης Ομπάμα ότι είναι και αυτή, όπως και οι προηγούμενες της, όμηρος αυτής της οικονομικής ολιγαρχίας.
Οι συγγραφείς αφιερώνουν ένα κεφάλαιο γιά να παραθέσουν μιά σειρά από ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι η χρηματοοικονομική ολιγαρχία δε σταμάτησε ποτέ την προσπάθεια της να ελέγχει την πολιτική ζωή της χώρας, τόσο με θεμιτά όσο και με αθέμιτα μέσα. Αρχίζει με τη διαμάχη ματαξύ του Τζέφερσον και Χάμιλτον (υπουργοί εσωτερικών και οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση των ΗΠΑ) που αφορούσε την ίδρυση της Πρώτης Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ο Τζέφερσον αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία τις μεγάλες τράπεζες λόγω της πολιτικής τους δύναμης, με την οποία πίστευε ότι θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ίδια την δημοκρατία. Στα αχνάρια του Τζέφερσον, ήταν ο Πρόεδρος Τζάκσον (7ος στη σειρά) ο οποίος βρέθηκε σε ανοιχτό πόλεμο με τη Δεύτερη Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο προσπαθούσε να τον «σκοτώσει». Η τελευταία χρησιμοποιούσε την οικονομική της δύναμη, ως κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, γιά να παρεμβαίνει συνεχώς στην πολιτική ζωή της χώρας, διαφθείροντας εκλεγμένους πολιτικούς με χορηγίες και προσωπικά δάνεια. Η Τράπεζα μάλιστα είχε και δικό της υποψήφιο στις Προεδρικές εκλογές του 1832 εναντίον του Τζάκσον, τον οποίο όμως δεν κατάφερε να εκλέξει, παρά την προσπάθεια της να εξαγοράσει ψήφους μέσω της αύξησης των δανείων της κατά την προεκλογική περίοδο. Μετά την εκλογή του Τζάκσον, η κεντρική τράπεζα προσπάθησε με εκδικητικό τρόπο να «στραγγαλίσει» την κυβέρνηση της χώρας, μειώνοντας τα δάνεια και την προσφορά χρήματος και διπλασιάζοντας τα επιτόκια. Η τράπεζα βρήκε άδοξο τέλος όταν ο Πρόεδρος Τζάκσον άσκησε το δικαίωμα βέτο, ακυρώνοντας έτσι την ανανέωση της άδειας της από το Κογκρέσο.
Οι Johnson και Kwak προβλέπουν ότι η επόμενη χρηματοοικονομική κατάρρευση δεν είναι και πολύ μακριά αν δεν παρθούν τα απαραίτητα μέτρα από την κυβέρνηση. Οι μεγάλες τράπεζες συνεχίζουν να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας ότι και πάλι δε θα αφεθούν να καταρρεύσουν. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι η μόνη διέξοδος είναι να «σπάσουν» οι μεγάλες τράπεζες σε μικρότερα τεμάχια τα οποία ενδεχομένως να μπορούν να αφεθούν να καταρρεύσουν. Ετσι οι τράπεζες θα αναλαμβάνουν μόνον τους κινδύνους που μπορούν να αντιμετωπίσουν με τα δικά τους κεφάλαια, κάτι το οποίο θα μειώσει την πιθανότητα μελλοντικών κρίσεων. Το μέτρο αυτό θα περιορίσει επίσης την πολιτική δύναμη των μεγάλων τραπεζών, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο σε μεταρρυθμίσεις. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει τη δυνατότητα να αρθεί στο ύψος προηγουμένων προέδρων των ΗΠΑ οι οποίοι πολέμησαν τις οικονομικές ολιγαρχίες με επιτυχία.
Αν αυτό το βιβλίο είχει γραφτεί γιά μια Δημοκρατία της Μπανανίας, θα έλεγα ότι η κατάσταση γιά τους πολίτες της χώρας αυτής είναι αξιοθρήνητη. Στην περίπτωση όμως των ΗΠΑ, ο όμηρος δεν είναι μόνο η ίδια η οικονομία των ΗΠΑ αλλά και η ίδια η παγκόσμια οικονομία. Τα τοξικά προιόντα που δημιούργησαν οι χρηματοοικονομικές «καινοτομίες» - και τα οποία πλούτισαν πολλούς τραπεζίτες - δεν παρέμειναν μόνο στις ΗΠΑ αλλά βρέθηκαν στους ισολογισμούς πολλών τραπεζών άλλων χωρών. Τα σπασμένα πληρώνουν σήμερα οι φορολογούμενοι πολίτες όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές άλλες χώρες.
Το βιβλίο αυτό είναι πολύ σημαντικό γιά τρείς τουλάχιστον λόγους. Πρώτον διότι με απλά λόγια, βασισμένα σε αξιόπιστες πηγές, δίνει τη δυνατότητα στον κάθε αναγνώστη να αντιληφθεί τα βαθύτερα αίτια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, χωρίς να έχει ιδαίτερες γνώσεις οικονομικών. Δεύτερον, δείχνει τι πραγματικά κρύβεται πίσω από την ιδεολογία των χρηματοοικονομικών φιλελευθεροποιήσεων και της χαλαρής (η ακόμη και ανύπαρκτης) ρύθμισης των τελευταίων δεκαετιών. Και τρίτο ανοίγει το δρόμο γιά το οικονομικά του μέλλοντος – όπου η πολιτική οικονομία και η οικονομική ιστορία θα είναι αναπόσπαστο μέρος των γνώσεων που απαιτούνται γιά να μπορεί κάποιος να φέρει τον τίτλο «οικονομολόγος».
Γιά περισσότερες λεπτομέρειες κυτάξτε το 13bankers.com