23 Ιουλίου 2010
Του Παναγιώτη Τσιάλα
Εάν ανοίγαμε ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο νομικής, το πιθανότερο είναι ότι στις πρώτες του σελίδες θα εντοπίζαμε μιαν απόπειρα του συγγραφέα να ορίσει τι είναι το Δίκαιο. Μάλιστα, αυτό που συνήθως γράφεται είναι ότι το Δίκαιο είναι πάνω-κάτω «ένα σύνολο κανόνων, που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά κατά τρόπο ετερόνομο και εξαναγκαστό». Μολονότι ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται άψογα στο κοινό γλωσσικό μας αισθητήριο, προσωπικά πιστεύω ότι είναι από δογματικής πλευράς παθογενής. Ειλικρινά, είναι κεφαλαιώδες να κατανοήσουμε ότι το Δίκαιο είναι κάτι πολύ ανώτερο και συνεκτικότερο από ένα απλό «σύνολο κανόνων». Είναι ένα σύστημα κανόνων.
Θα μου πείτε: «πού βλέπεις τη διαφορά»; Κι όμως, υπάρχει μια διαφορά και μάλιστα εξαιρετικά κρίσιμη. Εάν πρόκειται περί συνόλου, τότε...
...η αφαίρεση ενός στοιχείου του, το διατηρεί ποιοτικά και λειτουργικά αμετάβλητο (π.χ. φανταστείτε ένα σύνολο από πορτοκάλια, από το οποίο αφαιρούμε το ένα, χωρίς ασφαλώς η πράξη αυτή να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του συνόλου ως τέτοιου). Απεναντίας, η απάλειψη μιας συνιστώσας ενός συστήματος είναι ικανή να του προξενήσει αλυσιδωτούς τριγμούς, απειλώντας ακόμη και αυτήν την υπόστασή του (λόγου χάρη σκεφτείτε το βιολογικό σύστημα του ανθρώπου, εάν από αυτό αφαιρέσουμε κάποιο εσωτερικό όργανο ή ακόμα φέρτε στο μυαλό σας ένα ποδοσφαιρικό σύστημα, στο οποίο κάποια παράμετρος δυσλειτουργεί με επιπτώσεις στη συνολική απόδοση της ομάδας). Επομένως, όταν αναφερόμαστε στο Δίκαιο, ως ένα σύστημα κανόνων, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι δεν πρόκειται για ένα ακανόνιστο άθροισμα διατάξεων, ατάκτως ερριμένων, αλλά πολύ περισσότερο για ένα τακτοποιημένο και συγυρισμένο σύμπλεγμα από έντονα αλληλοεξαρτώμενες ρυθμίσεις.
Βέβαια, ο συντονισμός της λειτουργίας του δικαιϊκού συστήματος εναπόκειται τελικά στον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος πότε ως εφαρμοστής του δικαίου, πότε ως εκτελεστική εξουσία και πότε ως Βουλή, καλείται να επωμιστεί την ευθύνη αυτής της διαχείρισης. Η ορθολογική και σύμφωνη προς τον καθορισμένο σκοπό εφαρμογή της κάθε μιας διάταξης, θα οδηγήσει σε ένα γνήσιο αποτέλεσμα δικαίου, παράγοντας τις επιθυμητές εκροές. Απεναντίας, ένας λάθος χειρισμός ή μια ανεξέταστη (και ίσως κακοπροαίρετη) πρακτική αρκεί για να εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού: αίφνης το σύστημά μας εμφανίζεται να κείται εν διαλύσει μπροστά στα έντρομα μάτια μας.
Έχουν άραγε οι παρατηρήσεις αυτές κάποια πρακτική σημασία; Η απάντηση που δίνεται δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική και μάλιστα για δύο λόγους με κοινό παρονομαστή.
- Η πρώτη σκέψη είναι ότι, οσάκις το δικαιϊκό σύστημα παράγει κάποιο άδικο προϊόν, συνήθως θα ευθύνεται γι' αυτό κάποιος εσφαλμένος ανθρώπινος χειρισμός και όχι το ίδιο το περιεχόμενο του νόμου, ώστε παρίσταται ανάγκη για διόρθωση του πρώτου και όχι για μεταρρύθμιση του δεύτερου.
- Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος, εάν είναι επιπόλαιη και αστόχαστη, μπορεί να το επιβαρύνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ίσως και να το ξεθεμελιώσει. Για το λόγο αυτό πρέπει να επιχειρείται μετά φειδούς (μόνο όταν είναι απαραίτητη) και μετά μεγίστης περίσκεψης (αφού έχουν μελετηθεί διεξοδικά οι συνέπειές της στο υπόλοιπο σύστημα ως όλον). Για παράδειγμα, κανείς δεν υποβάλλει το βιολογικό του σύστημα σε μεταμόσχευση οργάνου για ψύλλου πήδημα.
Και αν οι παραπάνω παρατηρήσεις φαντάζουν εκ πρώτης όψεως ως άσκοπες θεωρητικολογίες και φληναφήματα, σας διαβεβαιώ ότι στην πράξη εμφανίζονται πλείστα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τους προεκτεθέντες συλλογισμούς. Παρακάτω θα παρουσιάσω καταλεπτώς ένα τέτοιο πρόσφατο όσο και επίμαχο παράδειγμα που απασχόλησε τη δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ.
Το θεσμικό πλαίσιο έχει ως εξής:
Κανόνας 1ος: Ο σύζυγος που ευθύνεται για τη διακοπή της συμβίωσης, οφείλει να παράσχει διατροφή στον πρώην σύζυγό του, εάν είναι πλουσιότερος από αυτόν. Το σκεπτικό της διάταξης αυτής είναι ότι καθένας από τους συζύγους, όταν αποφάσισε να παντρευτεί, είχε αποβλέψει μεταξύ άλλων και σε ένα ορισμένο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Ώστε φαίνεται σωστό και δίκαιο, άπαξ και διαταραχθεί αυτή η διαβίωση με ευθύνη του πλουσιότερου συζύγου, να υποχρεώνεται αυτός να την ανορθώσει. Εξάλλου, διατροφή οφείλεται -για λόγους επιεικείας- και μετά το διαζύγιο, αν και υπό αυστηρότερους όρους (ΑΚ 1391, ΑΚ 1442)
Κανόνας 2ος: Σε άλλο σημείο του οικογενειακού δικαίου ορίζεται ότι, αν ο ένας από τους διαζευγμένους συζύγους δεν συμβάλλει στην επικοινωνία του τέκνου με τον πρώην σύζυγό του, μπορεί να υποχρεωθεί από το δικαστήριο να καταβάλλει κάποια ποσά σε περιοδική βάση. Και εδώ η τελεολογία της διάταξης είναι ορθή, με την έννοια ότι πολλοί διαζευγμένοι σύζυγοι, κακολογούν σκόπιμα στο παιδί τους τον πρώην σύζυγό τους, προκαλώντας την απροθυμία του να τον συναντήσει. Ο νομοθέτης έκρινε ορθά ότι έπρεπε να δοθεί τέλος στην παλιά πρακτική, κατά την οποία ο δικαστικός επιμελητής εισέβαλλε στο σπίτι του συζύγου που είχε την επιμέλεια και άρπαζε με τη βία το (κρυμμένο) παιδί για να το σύρει με το ζόρι (και εν μέσω λυγμών) να συναντήσει τον άλλο του γονιό. Με το νέο καθεστώς προκρίνεται ως λύση η άσκηση πίεσης στον παραβάτη γονέα να συνεργαστεί και να διευκολύνει την επικοινωνία του παιδιού με τον πρώην σύζυγο, επί ποινή περιοδικών και τσουχτερών χρηματικών καταβολών, για όσο καιρό δεν συμμορφώνεται (ΑΚ 1520).
Κανόνας 3ος: Περαιτέρω, στο Σύνταγμά μας κατοχυρώνεται το ακαταδίωκτο των βουλευτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους για όλα τα ποινικά αδικήματα (με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα). Για τις πράξεις αυτές, ο βουλευτής διώκεται κατά τη διάρκεια της θητείας του μόνον αν η Βουλή δώσει σχετική άδεια. Το σκεπτικό της συνταγματικής αυτής ρύθμισης είναι διπλό και σοφό. Η πρώτη κατεύθυνση είναι ότι, η διαρκής άσκηση προσχηματικών διώξεων κατά βουλευτών θα παρακώλυε το κοινοβουλευτικό έργο, αφού θα απομάκρυνε τους βουλευτές από την άσκηση των καθηκόντων τους, υποχρεώνοντάς τους να τρέχουν ολημερίς στα δικαστήρια στο πλαίσιο ατέρμονων δικαστικών διαμαχών. Η δεύτερη σκέψη είναι ότι δεν πρέπει ο βουλευτής κατά τη διάρκεια της θητείας του να τελεί υπό καθεστώς φόβου διώξεων που εξυπηρετούν αθέμιτες πολιτικές σκοπιμότητες, με αποκλειστικό σκοπό να τον πλήξουν και να τον σπιλώσουν προσωπικά (ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο). Τούτο έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία προκειμένου για την ελληνική πραγματικότητα, στην οποία η είδηση και μόνο ότι ένας βουλευτής κατηγορείται ή καταγγέλλεται, ταυτίζεται με την έννοια ότι έχει καταδικαστεί ήδη από πλευράς ηθικού στιγματισμού, πράγμα που λειτουργεί, όχι μόνον εις βάρος του ίδιου ως προσώπου, αλλά και ενάντια στο κύρος του βουλευτικού αξιώματος και του θεσμού του Κοινοβουλίου (έτσι εξηγείται γιατί ο βουλευτής δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ασυλία του ακόμα και αν το επιθυμεί, αφού η διάταξη δεν έχει τεθεί για την προσωπική του προστασία) [Σ 62].
Κανόνας 4ος: Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, όποιος αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια τιμωρείται με φυλάκιση (ΠΚ 232Α).
Κανόνας 5ος: Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όποιο κράτος δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία στους πολίτες του, παραβιάζει τα ατομικά τους δικαιώματα (ΕΣΔΑ 6).
Ας δούμε τώρα πώς αυτό το δικαιϊκό υποσύστημα (δυσ)λειτούργησε στην περίφημη υπόθεση Συγγελίδη:
Στα τέλη του 2004, ενάμιση χρόνο μετά το γάμο τους και μερικούς μήνες μετά τη γέννηση του παιδιού τους, η Μιλένα Αποστολάκη (βουλευτής ΠΑΣΟΚ) χώρισε συναινετικά με το σύζυγό της και μεγαλοεπιχειρηματία Πολυχρόνη Συγγελίδη (μεγαλομέτοχο των επιχειρήσεων Citroen Hellas, Skoda και Chrysler Hellas). Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 2005 ουσιαστικά επικύρωσε την από 20 Δεκεμβρίου 2004 έγγραφη συμφωνία των συζύγων σχετικά με το καθεστώς επιμέλειας του τέκνου. Τον επόμενο καιρό, όμως, φαίνεται πως η Αποστολάκη παραβίασε κατ' επανάληψη τους όρους της δικαστικής αποφάσεως, παρεμποδίζοντας την επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα του, ο οποίος είχε δικαίωμα να το βλέπει καθημερινά στις 5-8 το απόγευμα. Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε προσφυγή του Συγγελίδη στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία μεταρρύθμισαν την αρχική απόφαση και υποχρέωσαν σε περιοδικές καταβολές ποσού 1.000 ευρώ τη μητέρα, για τις εφεξής παραβιάσεις των όρων επικοινωνίας. Το ποσόν αυτό θα ήταν ίσως ικανό να πειθαναγκάσει την Αποστολάκη να διακόψει τις παραβιάσεις, αν δεν ήταν αρκετά ευκατάστατη η ίδια και αν δεν εισέπραττε μερικές χιλιάδες ευρώ μηνιαίως ως διατροφή από τον κατά πολύ ευπορότερο πρώην σύζυγό της.
Η εξέλιξη αυτή, διόλου ικανοποιητική για τον Συγγελίδη, τον ώθησε να προσφύγει στα ποινικά δικαστήρια (20 Οκτωβρίου 2005), ζητώντας την καταδίκη της Αποστολάκη για σκόπιμη παραβίαση των όρων της δικαστικής αποφάσεως, για την οποία προβλεπόταν τότε ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους. Βέβαια, όπως είδαμε, η άσκηση δίωξης σε βουλευτή προϋποθέτει προηγούμενη άδεια του Κοινοβουλίου. Με εισαγγελική αίτηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης (30 Αυγούστου 2006) και από εκεί στο Κοινοβούλιο (3 Οκτωβρίου 2006) ζητήθηκε η άρση της ασυλίας της Αποστολάκη, προκειμένου να της ασκηθεί δίωξη και να διαπιστωθεί η αθωότητα ή η ενοχή της. Πράγματι, ο φάκελος της υποθέσεως έφτασε στην αρμόδια Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, η οποία όμως, γνωμοδότησε αρνητικά ως προς την άρση της ασυλίας της βουλευτού, θεωρώντας ότι η προσφυγή του Συγγελίδη είχε ως στόχο να πλήξει το θεσμό του βουλευτή και το κύρος του Κοινοβουλίου (6 ψήφοι κατά της άρσης 1 λευκό - 28 Νοεμβρίου 2006)! Τη γνώμη της Επιτροπής αποφάσισε να υιοθετήσει και η Ολομέλεια της Βουλής, η οποία χωρίς καμιά απολύτως αιτιολογία, απέρριψε το αίτημα άρσεως της ασυλίας της Αποστολάκη, μολονότι η πράξη, για την οποία κατηγορούνταν δεν σχετιζόταν με τα βουλευτικά της καθήκοντα (107 ψήφοι κατά της άρσης και 68 υπέρ σε μυστική ψηφοφορία στις 6 Δεκεμβρίου 2006)। Το ωραίο είναι ότι η Αποστολάκη, ευρισκόμενη η ίδια στο δικαστικό απυρόβλητο και έχοντας ξεφύγει από τα σαγόνια της ποινικής δικαιοσύνης, μπορούσε να εξακοντίζει μηνύσεις κατά του πρώην συζύγου της, όπως και έκανε, ενώ εκείνος μάταια κατέθετε εκ νέου αιτήματα για άρση της ασυλίας της, ώστε να την οδηγήσει στο ποινικό δικαστήριο.
Εν τέλει, ο Συγγελίδης προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), κατηγορώντας το Ελληνικό κράτος, ότι με τον τρόπο που εφάρμοζε τη διάταξη για τη βουλευτική ασυλία, ουσιαστικά τον απογύμνωνε από το δικαίωμά του για δικαστική προστασία. Και το ΕΔΑΔ ασφαλώς τον δικαίωσε στις 12 Φεβρουαρίου 2010 με ψήφους 6-1 (μειοψήφησε μόνον ο Έλληνας ad hoc δικαστής Σ. Φλογαΐτης).
Συμπεράσματα: Στην αλληλουχία αυτή των πέντε κανόνων δικαίου (υποσύστημα), είναι προφανές ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην καταχρηστική εφαρμογή της διάταξης για την βουλευτική ασυλία. Το κρίσιμο άρθρο του Συντάγματος ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά από τους Βουλευτές, ώστε πλέον να ξεχειλώνει, υπερακοντίζοντας τον προστατευτικό σκοπό του και εκτεινόμενο ακόμα και σε πράξεις που δεν σχετίζονται καν με τα βουλευτικά καθήκοντα (π.χ. δίωξη του βουλευτή Θ. Καράογλου για παράνομη εισβολή του σε ποδοσφαιρικό αγώνα) ή ακόμα και σε πράξεις που τελέστηκαν πριν την κτήση του βουλευτικού αξιώματος (π.χ. δίωξη Α. Ντινόπουλου για παράνομες πράξεις του όταν ήταν δήμαρχος Βριλησσίων). Με τον τρόπο αυτό, η αναγκαία για την καλή λειτουργία του πολιτεύματος βουλευτική προστασία, εκτρέπεται σε απαράδεκτη βουλευτική προνομία, η οποία παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης, στο βαθμό που παρενείρεται με διαστρεβλωτικό τρόπο η αρμόδια (να παράσχει την άδεια δίωξης) Βουλή. Με ένα λόγο, η ίδια η Βουλή καταντά το εκκολαπτήριο, στο οποίο επωάζεται ο κλονισμός του οποιουδήποτε αισθήματος δικαιοσύνης, ώστε είναι επιτακτική η ανάγκη αλλαγής πλεύσης σε αυτήν την πάγια διακομματική και συντεχνιακή πρακτική, για να μην πω «ομερτά».
Μην πέσετε στην παγίδα ότι απαιτείται κατάργηση της διάταξης για την βουλευτική ασυλία. Όποιος εισηγείται τέτοιες προτάσεις, είτε επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί τις ευθύνες των βουλευτών, μεταθέτοντας ουσιαστικά το πρόβλημα και μετακυλίοντας την ευθύνη από τους βουλευτές στο Σύνταγμά μας, είτε αδυνατεί να προβλέψει τις επιπτώσεις της πρότασής του. Για παράδειγμα, στοιχηματίζω ότι, αν καταργούνταν η βουλευτική ασυλία, η Βουλή θα κατακλυζόταν -ήδη από την επομένη της κατάργησης- από προφανώς αβάσιμες μηνύσεις, εξυπηρετούσες ανομολόγητες πολιτικές σκοπιμότητες (ιδίως προεκλογικά, δεν αποκλείεται να πληροφορούμασταν μια μέρα ότι κάποιος βουλευτής κατηγορείται ότι σκότωσε το μαμούθ του γείτονά του). Πολύ πιο λυσιτελής θα ήταν η λύση της αδιάλειπτης ανάδειξης παρόμοιων περιπτώσεων από τα ΜΜΕ, προκειμένου να ενημερώνονται οι πολίτες και να γίνονται πιο απαιτητικοί. Μάλιστα, ο αναπληρωτής καθηγητής νομικής κ. Σ. Τσακυράκης (δικηγόρος του Π. Συγγελίδη στο ΕΔΑΔ) πρότεινε σε πρόσφατο άρθρο του, για κάθε αδικαιολόγητη άρνηση άρσης ασυλίας κάποιου βουλευτή, να δημοσιεύεται στον τύπο η φωτογραφία του συνοδευόμενη από αναφορά του αδικήματος, για το οποίο κατηγορείται, ώστε να του ασκείται έτσι ηθική πίεση.
Μέχρι να συμβούν όλα αυτά όμως, το πενταμερές υποσύστημα που σας παρουσίασα (όπως και πολλά άλλα) θα εξακολουθεί να εξάγει τα στρεβλά του παράγωγα. Αρκεί να συνοψίσετε στο μυαλό σας τα 2 αποτελέσματα στα οποία οδήγησαν οι 5 κανόνες δικαίου στην υπόθεση Συγγελίδη: Το ελληνικό κράτος (= ο Έλληνας φορολογούμενος) καταδικάστηκε να καταβάλει 19.000 ευρώ και ο Συγγελίδης εξακολουθεί να μην βλέπει το παιδί του. Δίκαιο; Πολύ αμφιβάλλω...
ΠΗΓΗ: