2010-12-07

ΕSTER VILAR "Der dressierte Mann" "Ο εκγυμνασμένος (ντρεσαρισμένος) Άνδρας" - 7. Ντρεσάρισμα με αυτοϋποτίμηση



Ντρεσάρισμα με αυτοϋποτίμηση

Τυχαίνει κάπου - κάπου ένας άντρας με κριτικό πνεύμα να ανακράξει ότι η γυναίκα δεν έχει πράγματι καμιά αίσθηση ιδανικών, τιμής και αξιοπρέπειας, όταν την ακούει να ομολογεί αναίσχυντα την άγνοια της για ότι είναι και κατ' ελάχιστον επιστημονικό. Ξεχνάει πολύ εύκολα ότι αυτός ο ίδιος οφείλει τις δικές του έννοιες για την τιμή, την υπερηφάνεια και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στο ντρεσάρισμα του, ότι αν έγινε άνθρωπος έντιμος, υπερήφανος και ιπποτικός, είναι γιατί κάποια γυναίκα τον ντρεσάρισε να γίνει τέτοιος και όχι φυσικά διότι η γυναίκα εκτιμά πανανθρώπινες αξίες αλλά για να εξυπηρετήσει μέσω αυτών το στενό υλιστικό της συμφέρον, ότι οι ιδιότητες αυτές πού αποτελούν τον «ανδρισμό» του, για τον όποιο τόσο επαίρεται, είναι τόσο πιο βαθιά μπασμένες στο χαρακτήρα του, όσο αυτό το ίσιο το ντρεσάρισμα του, έχει γίνει με τέτοια μεθοδικότητα και αυστηρότητα, κι ότι αυτός ο ίδιος είναι ολότελα αθώος για αυτήν του την διαμόρφωση!!!
 

Αρκεί να ανοίξουμε ένα σοβαρό σύγγραμμα ψυχολογίας για να δούμε ότι πετυχαίνουμε στο παιδί τα καλύτερα αποτελέσματα, αν του καλλιεργήσουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αυτή όμως, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του είναι αδύνατο να την αποκτήσει μόνο του το παιδί. Έχει γεννηθεί σ' ένα περιβάλλον όπου τα πάντα είναι ανώτερα του, όπου τίποτα δεν μπορεί να κάνει μόνο του ενόσω δεν διαθέτει δικές του δυνάμεις. Η γυναίκα, πού τόσο ενδιαφέρεται, ώστε αυτό το ανθρωπάκι να γίνει μια ύπαρξη ικανή να κερδίζει όχι μόνο την δική του ζωή άλλα και την ζωή των άλλων, βάζει για πρώτο της διαπαιδαγωγικό στόχο να του καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αρχίζει από το να μικραίνει τους κινδύνους της ζωής (αν παραδεχτούμε ότι η ίδια έχει κάποια συγκεκριμένη ιδέα γι’ αυτούς), θα του απαξιώσει π.χ. την ιδέα του θανάτου, υποσχόμενη λογουχάρη ότι θα έχει αιώνια ζωή, σε ανταμοιβή της καλής (κατά την γνώμη της) συμπεριφοράς του. Με λίγα λόγια, θα του καλλιεργήσει ένα πνεύμα ηλίθιας ματαιοδοξίας συνυφασμένο με μια μακάρια αισιοδοξία, πού θα το εξοπλίσουν κατάλληλα σε σχέση με το μελλοντικό ντρεσάρισμα του και με την ζωή πού καλείται να κάνει. Μια από τις μεθόδους πού η γυναίκα μεταχειρίζεται για να του ενδυναμώσει στο maximum την συνείδηση πού έχει για τον ανδρισμό του, είναι, όπως είδαμε, τα παινέματα. Διαθέτει όμως κι άλλες μεθόδους, μια απ’ αυτές είναι και η «αυτοϋποτίμηση».
 

Αν η γυναίκα δεν ήτανε πιο έξυπνη από το παιδί που γεννάει, τουλάχιστον στον πρώτο χρόνο της ζωής του, η ανθρωπότητα θα είχε από καιρό πάψει να υπάρχει. Μια «καλή» όμως, μητέρα προσέχει πάντα ώστε η πρόσκαιρη αυτή υπεροχή να μην παίξει, στην εξέλιξη του παιδιού, τον ρόλο ανασταλτικού παράγοντα πού θα μπορούσε να γυρίσει κάποτε εναντίον της, με την προσκόλληση του παιδιού στα φουστάνια της περισσότερο χρόνο από όσο είναι απολύτως αναγκαίο. Κι έτσι προσπαθεί να του ενσπείρει το ταχύτερο δυνατό, ιδίως προκειμένου για το αγόρι, ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι της. Προστρέχει, από τότε κιόλας, στο τέχνασμα πού θα χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά καθώς το παιδί θα πλησιάζει στην ανδρική του ολοκλήρωση, του παρουσιάζεται πιο ανόητη από ότι είναι προσφέροντας του έτσι ένα πλεονέκτημα, πού δεν θα έχει ποτέ πια την ευκαιρία να χάσει όταν θα γίνει ένας αληθινός άντρας (και μπορεί να βασίζεται σ’ αυτήν για να γίνει).
 

Καθώς η κοινωνική αξία της γυναίκας δεν υπολογίζεται με βάση την εξυπνάδα της, άλλα σύμφωνα με πολύ διαφορετικά κριτήρια (στην πραγματικότητα, ο άντρας δεν υπολογίζει απολύτως τίποτα, την έχει ανάγκη και αυτό του φτάνει), μπορεί θαυμάσια να παίζει τον ρόλο της ηλίθιας και να είναι ηλίθια όσο χρειάζεται ανάλογα με την περίσταση.
 

Σ’ αυτό οι γυναίκες μοιάζουν με τους πολυεκατομμυριούχους, κι αυτοί δεν έχουν ανάγκη να είναι έξυπνοι, το ουσιώδες είναι «να είναι πλούσιοι». Αν ο Χένρυ Φορντ Β' είχε έστω και μόνο το πνευματικό επίπεδο μιας ταχτικής πελάτισσας του μπαρ «Τίφφανυ» θα συνέχιζε το ίδιο να συχνάζει στους καλύτερους κύκλους της κοινωνίας. Του σοφέρ του, όμως, του είναι κλειστές οι πόρτες. Όπως λοιπόν ο πλούσιος, έτσι και η γυναίκα, της επιτρέπεται να κάνει οποιαδήποτε γκάφα - μπορούμε χωρίς φόβο να βεβαιώσουμε ότι δεν χάνει καμιά ευκαιρία γι' αυτό - χωρίς αυτό να έχει δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος της. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί να είναι όσο κουτή θέλει, ο άντρας της θα εξακολουθεί να της έχει μεγάλη υπόληψη και κανείς δεν πρόκειται να της γυρίσει την πλάτη.
 

Η συνωμοτική της φόρμουλα είναι πολύ απλή, ο άντρας είναι γεννημένος για να δουλεύει, η γυναίκα για να μην κάνει τίποτα. Διακηρύττει λοιπόν δεξιά κι αριστερά ότι ο άντρας είναι δυνατός και ελεύθερος από κάθε δέσμευση, κατέχει μιαν αξιοζήλευτη θέση, ενώ η αδυναμία της και το «ιερό καθήκον» της αναπαραγωγής την καθηλώνουν στο σπίτι καθώς είναι σωματικά είναι ανίκανη για οποιαδήποτε απαιτητική δουλειά. Ο άντρας δέχεται καλοπροαίρετα αυτόν τον μύθο, και μάλιστα θεωρεί πώς τον κολακεύει κιόλας. Δεν σκέφτεται καν, ότι κι ο ελέφαντας είναι δυνατός, πολύ πιο δυνατός απ’ αυτόν τον ίδιο, κι όμως ο άντρας προσαρμόζεται πολύ πιο εύκολα από τον ελέφαντα στις περισσότερες εργασίες!!!
 

Φυσικά, η γυναίκα κρύβει από τον άντρα ότι δεν κάνει τίποτα, που λέει ο λόγος, σε σχέση μ' αυτόν. Στην πραγματικότητα, δεν παύει από το να ασχολείται με κάτι. Μόνο που ισχυρίζεται πώς ότι κάνει είναι πολύ χαμηλότερου επιπέδου σε σύγκριση με τις ασχολίες του άντρα. Του υποβάλλει την ιδέα ότι οι ηλίθιες απολαύσεις της στις όποιες αφιερώνει τη μέρα της (σιδέρωμα, μαγειρική, γλυκά, συγύρισμα) είναι απαραίτητες εργασίες για το καλό της οικογένειας, κι ότι μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ευτυχισμένο πού έχει μια γυναίκα πού τον απαλλάσσει από κάθε φροντίδα γι' αυτές τις τόσο ταπεινές ασχολίες. Ο άντρας, πού δεν μπορεί να υποψιαστεί ότι ένα ανθρώπινο ον μπορεί να ευχαριστιέται με τέτοιες ασχολίες, θεωρεί τον εαυτό του πραγματικά ευτυχή.
 

Κι όπως η γυναίκα ξεχωρίζει όλες τις ασχολίες σε «ανδρικές» και «γυναικείες», «ανώτερες» και «κατώτερες», τους δίνει συναισθηματικές αξίες, από τις όποιες, ύστερα από λίγο καιρό, κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει. Ξεφεύγει έτσι από κάθε έλεγχο, και αποκτάει, στην περιοχή που ασκεί την εξουσία της, ελευθερία δράσης και λόγου, που θυμίζει τους παλιούς γελωτοποιούς της βασιλικής αυλής. Ότι κι αν κάνει, η αξία του είναι σχεδόν μηδέν σε σύγκριση με την εργασία του άντρα. Αυτή η ίδια το διακηρύττει. Επομένως, γιατί οι άνδρες θα πρέπει να το επαληθεύσουν;
 

Βεβαίως, αν ο άνδρας ήθελε να ξεσκεπάσει τι κρύβει αυτή η γυναικεία ορολογία, δεν έχει παρά να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «εύκολος» και «δύσκολος». Οι δουλειές του άνδρα, είναι, πράγματι, πολύ δύσκολες, ενώ οι οικιακές εργασίες είναι πολύ εύκολες. Και με τις μηχανές πού ο άνδρας εφεύρε ακριβώς γι' αυτόν τον σκοπό, το νοικοκυριό τεσσάρων προσώπων, λογουχάρη, τελειώνει χωρίς μεγάλο κόπο μέσα σε δυο ώρες το πρωί. Ότι κάνει η γυναίκα επιπλέον είναι περίσσιο, και δε χρειάζεται παρά μόνο για την ευχαρίστηση της η για την διατήρηση παράλογων συμβόλων του καταστατικού του συναφιού της (νταντελένια ριντό, λουλούδινα παρτέρια, γυαλιστερά παρκέτα, κλπ.). Όταν η γυναίκα ισχυρίζεται ότι αυτό που κάνει είναι δουλειά, πρόκειται για ψέμα και για μια αδιάντροπη άπατη!!!
 

Το νοικοκυριό είναι τόσο εύκολο πράμα, πού στα νοσοκομεία, από παράδοση, το αναθέτουν στους καθυστερημένους πνευματικά ή τους ανίκανους για οποιαδήποτε άλλη δουλειά ή σύμφωνα με την αισχρή νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στο λεγόμενο έκτακτο και αναλώσιμο προσωπικό. Όταν οι γυναίκες παραπονιούνται ότι η «δουλειά» αυτή δεν τους αποφέρει κανένα μισθό (δεν απαιτούν και πολλά, μόνο όσα κερδίζει ένας μηχανικός αυτοκινήτων), είναι μια άλλη απόδειξη της γοητείας πού ασκεί σ' αυτές. Έξαλλου αυτό το είδος της διεκδίκησης είναι πολύ κοντόφθαλμο, γιατί θα μπορούσε κάποτε να εκτιμηθεί η γυναίκα σύμφωνα με την αξία της εργασίας της και να την αμείψουν ανάλογα με αυτό που κάνει, θα φαινόταν τότε ως ποιο σημείο οι γυναίκες ζουν εις βάρος των άντρων και πάνω από την αποδοτικότητα τους!!!
 

Αλλά ο άντρας είναι τόσο συνηθισμένος, από τον καιρό πού ακόμα ήταν παιδί, στην ορολογία της γυναίκας, ώστε δεν αισθάνεται την επιθυμία να αποκαλύψει το κενό πού σκεπάζει. Πρέπει να πιστεύει, κερδίζοντας χρήματα για την γυναίκα, ότι εκτελεί κάτι το πολύ ευγενικό, ότι η υποδούλωση στην γυναίκα έχει ανώτερη ηθική αξία και ότι επιδίδεται έτσι σε μιαν ασχολία για την οποία αυτή δεν είναι ικανή. Αν δεν σπρωχνόταν απ’ αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας, θα τον είχε απογοητεύσει η ηλιθιότητα της δουλείας του, π.χ. όπως πολύ σωστά έγραφε το 1883 από τις φυλακές της Αγίας Πελαγίας για πολιτικούς κρατουμένους, στην εφημερίδα l'egalite ο Πώλ Λαφάργκ: «ένας ελεύθερος εργάτης στην Γαλλία δουλεύει περισσότερο από τους καταδίκους στα κάτεργα ή τους σκλάβους στις Αντίλλες με σχεδόν ίδιες απολαβές και ποιότητα ζωής». 
 

Μόλις σχηματίσει την εντύπωση ότι αυτό πού κάνει μπορεί να το κάνει και το άλλο φύλο (και οι γυναίκες δεν παραλείπουν κάθε τόσο να του προκαλούν αυτό το συναίσθημα), προσπαθεί να μεγαλώσει την αποδοτικότητα του και να ξαναποκτήσει την κανονική, κατά την γνώμη του, απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και το «αδύνατο φύλο», απόσταση απαραίτητη για την μεγάλη ιδέα πού πρέπει να έχει για τον εαυτό του.
 

Η ανάλυση αυτού του φαύλου κύκλου είναι πολύ απλή, η γυναίκα εφευρίσκει κανόνες πού της χρησιμεύουν να ντρεσάρει τον άντρα για να μπορεί να τον υποτάξει. Τους κανόνες αυτούς εκείνη τους αγνοεί προκειμένου για την ίδια. Η «αντρική τιμή», λογουχάρη, είναι από τις μεθόδους που έχει ανακαλύψει η γυναίκα. Η ίδια βέβαια, απαλλαγμένη εκ των προτέρων απ’ αυτή, δε σέβεται κανενός είδους τιμή για να εκμεταλλεύεται όσο μπορεί καλύτερα τους άντρες. Π.χ. στην περίφημη τηλεοπτική εκπομπή «καβουράκι και πέτσινες μπότες»*, όπου παίζει ή Έμμα Πήλ, σε μια σκηνή παρουσιάζονται δυο άντρες πού τους χωρίζει ένα τραπέζι μπιλιάρδου. Ο καθένας τους έχει μπρος του ένα περίστροφο. Συμφωνούν να χτυπηθούν τίμια, και να αρπάξουν το όπλο τους με τα πού θα μετρήσουν φωναχτά ως τα τρία. Ο ήρωας αρπάζει το όπλο του με το «δύο» και σώζει την ζωή του. Απαλλασσόμενος από ένα σύστημα, είσαι πάντα σε θέση να χειριστείς όπως θέλεις αυτόν πού είναι περισσότερο προσκολλημένος στο σύστημα παρά στην λογική.
 

Παρουσιάζοντας σαν αξιοκαταφρόνητο αυτό πού εκείνη κάνει, η γυναίκα σπρώχνει τον άντρα της να κάνει όλα τα άλλα τέλεια, δηλαδή όλα όσα εκείνη σιχαίνεται (εκείνη διαλέγει πάντα πρώτη, αφού μιμείται την μητέρα της).  Ο άντρας απεναντίας αισθάνεται εξευτελισμένος και δυστυχής, όταν κάνει μια «γυναικεία δουλειά». Πολλοί είναι εκείνοι πού σκόπιμα δείχνουν αδεξιότητα στις δουλειές του νοικοκυριού, ενώ η γυναίκα διασκεδάζει με την «τόσο αντρική» αυτή αδεξιότητα. Ο άντρας που ράβει μόνος του ένα κουμπί του δεν είναι «αληθινός» άντρας, σύμφωνα με τα γυναικεία πρότυπα και όταν χρησιμοποιεί την ηλεκτρική σκούπα; ε’ τότε σίγουρα κάτι τρέχει μαζί του. Με τέτοιες δικαιολογίες, αφήνεται να μπει υπό κηδεμονία (μέχρι του να πιστέψει ότι είναι ανίκανος να ζεστάνει την σούπα του μόνος του, αυτός που κατά τα άλλα, όπως τον φιλοφρονεί συνεχώς η γυναίκα, είναι ικανός για όλα τα άλλα) και δέχεται να τον απομακρύνουν από τις πιο εύκολες δουλειές στον κόσμο. Μόνο όταν θα έχει φτάσει σ' ένα ορισμένο σημείο το ντρεσάρισμα του, θα του επιτραπεί, χωρίς κίνδυνο, να εκτελέσει μερικές βοηθητικές δουλειές, όπου όμως θα χρειαστεί να ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες της γυναίκας, αφού δεν σκαμπάζει γρυ από τέτοιου είδους πράγματα. Ντρεσαρισμένος να θεωρεί την δουλειά αυτή υποτιμητική, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί πόσο είναι ευχάριστη, συγκρίνοντας τη με την δική του.
 

Για να αποφύγει κάθε κόπο, η γυναίκα δεν έχει παρά να αναστενάξει, «αχ’ εγώ η  κακόμοιρη η γυναίκα», ποτέ δεν θα τα καταφέρω να το κάνω αυτό!!! Λογουχάρη, αρκεί να πει σε μια συζήτηση, κατά προτίμηση μπροστά σε μάρτυρες, ότι ο άντρας της οδηγεί χίλιες φορές καλύτερα απ' αυτήν, για να εξασφαλίσει έναν ισόβιο σοφέρ (οι αυτοκινητόδρομοι είναι γεμάτοι από γυναίκες πού οι άντρες τους έχουν μεταβληθεί σε σοφέρ). Μπορεί ακόμα να πει ότι «σαν γυναίκα», της είναι αδύνατο να πάει μονάχη στο θέατρο η στην συναυλία. Δεν υπάρχει καμιά λογική σ’ αυτό το επιχείρημα, όπως και για το εστιατόριο, όπου οι γυναίκες σερβίρονται το ίδιο καλά ή το ίδιο κακά όπως και οι άντρες. Αν δεν θέλουν να τις «ενοχλήσουν», όπως ισχυρίζονται, δεν έχουν παρά να ντυθούν λιγότερο προκλητικά. Όμως, χάρη σε κάτι τέτοιες εκδηλώσεις, την βλέπεις να συνοδεύεται πάντα από έναν «λακέ» πού την πάει με το αυτοκίνητο ως την πόρτα του κέντρου σαν κάποια επίσημη κρατική προσκεκλημένη· που σκίζεται να της εξασφαλίσει ένα ελεύθερο τραπέζι στο καλύτερο μέρος του εστιατορίου· της παραγγέλνει το μενού, της κρατάει συζήτηση και τελικά πληρώνει το λογαριασμό. Ποιος δεν έχει ακούσει μια γυναίκα να ομολογεί ότι δεν σκαμπάζει γρυ από πολιτικά, ότι είναι πολύ κουτή για τέτοιου είδους ζητήματα; Εύκολα ξετρυπώνει κάποιον άντρα πού θα διαβάζει γι’ αυτήν τις εφημερίδες και τα περιοδικά, θα παρακολουθεί υπομονετικά τις πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση, θα ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά, κι όλα αυτά για να της προσφέρει έτοιμα, καθώς είναι πασιφανές ότι σε κάθε εκδήλωση της ζωής της η ίδια δεν θέλει να κοπιάσει για τίποτα και έτσι την μέρα των εκλογών θα έχει μιαν έτοιμη άποψη, θα ψηφίσει το κόμμα που ο άντρας αυτός διάλεξε για καλύτερο, με βάση τις αναλύσεις του και παίρνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα ατομικά του συμφέροντα - επομένως και τα δικά της - ενώ εκείνη απαλλάσσεται από μια τέτοια καταθλιπτική ενέργεια, πολλαπλασιάζοντας με το δύο την αντρική γνώμη χωρίς να χαλάει το αποτέλεσμα (ευτυχώς για την προσωπική της ευτυχία, γιατί καθώς πραγματικά δεν καταλαβαίνει τίποτα από πολιτική, η ψήφος της θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες).
 

Μερικές φορές το ντρεσάρισμα παίρνει φανταστικές διαστάσεις, λογουχάρη όταν η γυναίκα, πού περνάει τις μέρες της σε παραδεισένιες συνθήκες π.χ. σε μιαν άνετη βίλα των αριστοκρατικών προαστίων, με συντροφιά τα παιδιά της, τα σκυλιά της και τις φίλες της, εφοδιασμένη με ότι χρειάζεται για μιαν άνετη ζωή με δικό της αμάξι, τηλεόραση και όλα τα αναγκαία οικιακά σκεύη, τότε δηλώνει στο σύζυγο της, μηχανικό ή δικηγόρο, ότι τον ζηλεύει για την «γεμάτη» ζωή πού κάνει, ενώ αυτή η «κακομοίρα» είναι καταδικασμένη σε μια ζωή πληκτική και ανάξια για ένα ανθρώπινο ον. Κι ο άντρας αυτός, πού πληρώνει όλες τις γυναικείες ιδιοτροπίες, τα πιστεύει αυτά χωρίς αντίρρηση!!!
 

Διαβάζουμε στην Βίβλο ότι η Εύα βγήκε από το πλευρό του Αδάμ, ότι είναι ένα αντίγραφο του άντρα, και, επομένως, έχει κατώτερη αξία. Είναι ένα τυπικό παράδειγμα ντρεσαρίσματος με αύτοϋποτίμηση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι γυναίκα κατασκεύασε αυτό το παραμύθι. Πολύ φυσικά, όμως ένας άντρας το έγραψε (δεν πάει πολύς καιρός πού οι γυναίκες δεν ήξεραν να πιάσουν πέννα).

* Δόθηκε άπό το κατά τον χρόνο έδωσης του βιβλίου , το 1972 από το τότε ΕΙΡΤ μέ τίτλο «Οί Εκδικητές». (Σ.τ.Μ).



ΠΗΓΗ: