Το κομμουνιστικό κίνημα στη Νορβηγία (1917-1970)
Το κομμουνιστικό κίνημα στη Νορβηγία (1917-1970).
Ένα αφιέρωμα του ιστορικού Asmund Egge. Μετάφραση και σχολιασμός από τον karhergr.Αβίαστα θα λέγαμε ότι το κομμουνιστικό κίνημα στη Νορβηγία στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο είχε μια απροσδόκητα εντυπωσιακή έναρξη και ένα ιδιότυπο, αλλά άδοξο τέλος. Ξεκίνησε,με την ένταξη του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος (Norwegian Labour Party - NLP) στην Κομιντέρν ως ιδρυτικό μέλος της – στην πράξη το μοναδικό μεγάλο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης που ακολούθησε αυτήν την κατεύθυνση. Για να φτάσουμε στην δεκαετία του1970, όπου στην νορβηγική κομμουνιστική αριστερά θα κυριαρχήσει ο μαοϊσμός, με το ισχυρότερο μαοϊκό κόμμα της Ευρώπης, τόσο σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, όσο πιθανότατα και σε απόλυτους αριθμούς.
Η ριζοσπαστικοποίηση του νορβηγικού εργατικού κινήματος.
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο εργατικό κίνημα της χώρας κυριαρχούσε το δίδυμο των οργανώσεων του NLP και της Εθνικής Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας. Το NLP, ιδρύθηκε επίσημα το 1887, ενώ έχει τις ρίζες και παραδόσεις του στους εργατικούς συνδικαλιστικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στη Νορβηγία στην δεκαετία του 1870.
(NLP).
Το Κόμμα αυτό, ήταν το μοναδικό σημαντικό εργατικό κόμμα της Νορβηγίας, ενώ όσο αφορά την δομή και τις οργανώσεις του, καθώς και στη μαζική υποστήριξη που είχε από την εργατική τάξη, θυμίζει σε πολλά το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Κόμμα ήταν μαζικότατο, ενώ χαρακτηριζόταν από την πολύ καλή οργάνωση και συμμετοχή των μελών του στις εσωκομματικές διαδικασίες. Όπως ακριβώς και το γερμανικό κόμμα ή και τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κόμματα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου, έτσι και το νορβηγικό, ήταν πριν από την έναρξη του Πολέμου, στην ουσία του, ένα ρεφορμιστικό κόμμα, που εργαζόταν πάντα στα πλαίσια του υφιστάμενου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Ακριβώς το ίδιο ίσχυε και για την Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία, που ιδρύθηκε το 1899. Οι δύο οργανώσεις, με στενή σύνδεση, αγωνίζονταν όχι για την ανατροπή του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά για τη βελτίωση των όρων εργασίας και της ζωής της νορβηγικής εργατικής τάξης,. Βελτίωση, η οποία θα γινόταν με μια σειρά μεταρρυθμίσεων, πάντα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Λίγα χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναπτύχθηκε τόσο στη Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, όσο και στην Οργάνωση Νεολαίας του Κόμματος μια αντιπολιτευτική τάση, με επαναστατικά χαρακτηριστικά, μια τάση, της οποίας η ηγετική ομάδα ήταν έντονα εμπνευσμένη από τις μαρξιστικές ιδέες. Η μαρξιστική αντιπολίτευση στην νεολαιίστικη οργάνωση του εργατικού κόμματος της Νορβηγίας, αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε το 1903. Λίγα χρόνια μετά, το 1911, κάτω από την ηγεσία του Martin Tranmæl, αναπτύχθηκε και η αριστερή αντιπολίτευση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι η νορβηγική εργατική τάξη ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τις εργατικές τάξεις των άλλων δύο σκανδιναβικών χωρών. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου έχουν συζητηθεί έντονα από τότε που αναλύθηκε πρώτα σε ένα βιβλιογραφικό άρθρο του, ο Νορβηγός ιστορικός και πολιτικός Edvard Bull. Η ισχυρή θέση των ριζοσπαστών στο νορβηγικό εργατικό κίνημα, θα ανοίξει και τον δρόμο της επίδρασης αυτού, από τις ιδέες και τα οράματα της Οκτωβριανής Επανάστασης και του ρωσικού μπολσεβικισμού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εξέχοντες μπολσεβίκοι όπως ο Nicolai Bucharin και η Αλεξάνδρα Kollontay θα μείνουν στη Νορβηγία για μικρότερες ή μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, θα έρθουν σε επαφή με νορβηγούς σοσιαλιστές και θα αρθρογραφήσουν στον σοσιαλιστικό τύπο. Το υψηλό κόστος ζωής και η μείωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια του πολέμου θα οδηγήσουν στην ακόμα μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων ακόμη. Ιδιαίτερη σημασία είχε και επανάσταση του Οκτωβρίου στη Ρωσία, η οποία αντιμετωπίστηκε με μεγάλη συμπάθεια από τους νορβηγούς σοσιαλιστές. Μέσα στο 1918, στη Νορβηγία ιδρύθηκαν πολλά συμβούλια (σοβιέτ) εργατών και στρατιωτών. Το ίδιο έτος, στο Συνέδριο του NLP, η αριστερή αντιπολίτευση κατορθώνει να κατακτήσει την κομματική ηγεσία. Αυτό, σε αντίθεση με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δανίας και Σουηδίας, όπου οι παλιές, προπολεμικές ρεφορμιστικές ηγεσίες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο και την εξουσία. Από αυτή τη στιγμή το NLP είχε σχεδόν 100.000 μέλη, κυρίως οργανωμένα μέσω της μαζικής συμμετοχή τους στα τοπικά συνδικάτα. Στις γενικές εκλογές του 1918, το NLP πήρε το 31,6% των ψήφων.
Το NLP και η Κομιντέρν 1919-1923.
Όταν η Κομιντέρν συστάθηκε τον Μάρτιο του 1919 ήταν αυτονόητο ότι το NLP θα έπρεπε να γίνει μέλος. Ωστόσο, οι 21 όροι για την ένταξη ενός κόμματος στην Τρίτη Διεθνή, όπως αυτοί εγκρίθηκαν από το Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1920 δημιούργησαν φόβους σε ένα μέρος της νέας ηγεσίας του NLP, η οποία ήθελε να διατηρήσει την παραδοσιακή οργανωτική δομή του κόμματος με τη συλλογική συμμετοχή των συνδικάτων. Τελικά η ένταξη στην Κομιντέρν έγινε αποδεκτή και έτσι, η δεξιά πτέρυγα του κόμματος αποχώρησε, ιδρύοντας το 1921 ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα (Social Democratic Labour Party of Norway). το οποίο στη σύντομη πολιτικά ζωή του (το 1927 επανενώθηκε με το NLP), δεν κατάφερε να αποκτήσει ιδιαίτερη επιρροή στην εργατική τάξη. Από την αρχή όμως, οι σχέσεις μεταξύ του NLP και της Κομιντέρν, χαρακτηρίστηκαν από συγκρούσεις, η ουσία των οποίων ήταν ο βαθμός ανεξαρτησίας που θα έπρεπε να είχε το Κόμμα σε σχέση με την Διεθνή. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπιζόταν αυτό το ζήτημα, οδήγησε στον διαχωρισμό του Κόμματος, σε δύο παρατάξεις. Μια ομοσπονδιακή και μία που θα μπορούσε να αποκαλεστεί ως κεντριστική. Όπως και να είναι όμως, υπήρχαν και άλλες διαμάχες οριζόντιου τύπου στο εσωτερικό του NLP, ήσσονος όμως σημασίας. Στις αρχές του 1922, μια μεγάλη εσωκομματική κρίση ξέσπασε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κορυφώθηκε και η σύγκρουση με την Κομιντέρν, με την τελευταία να αποστέλλει επιστολή στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, με την οποία υποστήριζε ανοικτά τους «ομοσπονδιακούς». Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους μια άγρια διαμάχη έλαβε χώρα, για να τελειώσει με μια διάσπαση και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νορβηγίας (Communist Party of Norway – CPN), τον Νοέμβριο του 1923.Πρέπει πάντως να τονιστεί, ότι παρά τις διάφορες παρεμβάσεις της ECCI (Executive Committee of the Communist International – Διοικούσα Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς) στο NLP, μεταξύ των οποίων και η επιστολή του Σεπτεμβρίου του 1922, η ηγετική ομάδα της Κομιντέρν, έδειξε αξιοσημείωτη ανεκτικότητα και υπομονή με τις τάσεις του νορβηγικού εργατικού κινήματος, όπως και με τις αδυναμίες που έβρισκε στην δουλειά του.
Ένα μεγάλο μέρος των πόρων της Διεθνούς δαπανήθηκε ώστε να κρατηθεί το NLP εντός της και να αποφευχθεί η ρήξη και η διάσπαση. Στην 2η ευρεία Ολομέλεια της Διοικούσας Επιτροπής της Κομιντέρν τον Ιούνιο του 1922 συζητήθηκε το νορβηγικό ζήτημα, ενώ αυτό αποτέλεσε κυρίαρχο θέμα στο 4ο Συνέδριο της Διεθνούς το ίδιο έτος και στην 3η ευρεία Ολομέλεια της ECCI τον Ιούνιο του 1923.Υψηλόβαθμα στελέχη της Διεθνούς στάλθηκαν στην Νορβηγία για να επηρεάσουν την όλη κατάσταση, μεταξύ των οποίων ο Karl Radek και ο Bucharin. Ο γραμματέας της Κομιντέρν, Grigorii Zinoviev ανέδειξε το νορβηγικό ζήτημα ως πολύ σημαντικό για την πορεία της Διεθνούς, εξίσου σημαντικό με την κατάσταση στην Ιταλία εκείνη την εποχή. Τον Οκτώβριο του 1923 αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος στη Νορβηγία ώστε να παρευρεθεί στο Συνέδριο του NLP, γεγονός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση, αφού εκείνη την περίοδο διαδραματίζονταν πολύ σημαντικά γεγονότα στην ίδια τη Γερμανία ! Μια πρώτη εξήγηση του τεράστιου ενδιαφέροντος της Κομιντέρν για τη Νορβηγία και το εργατικό κίνημα σε αυτή τη χώρα, είναι φυσικά το γεγονός ότι το NLP ήταν το μόνο πλειοψηφικό σοσιαλιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης που είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή, εγκαταλείποντας την Δεύτερη Διεθνή (Σοσιαλιστική Διεθνή). Οι ηγέτες της Κομιντέρν, έλπιζαν στην βαθμιαία μετατροπή του NLP σε ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα (λενινιστικό), χωρίς να πραγματοποιηθεί κάποια σοβαρή διάσπαση στις τάξεις του και φυσικά χωρίς να χαθεί η μαζικότητα και η λαϊκή υποστήριξη που είχε μέχρι τότε. Η συγκεκριμένη ελπίδα, στηρίχθηκε στην πεποίθηση ότι οι «ομοσπονδιακοί» (οι «φεντεραλιστές») , που συγκέντρωναν στις τάξεις τους τα καλύτερα στελέχη και μέλη του NLP και ειδικά ο προικισμένος ηγέτης τους Tranmæl, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την οργάνωση στην κομμουνιστική κατεύθυνση. Η προσωπικότητα του Tranmæl ήταν πολύ σημαντική. Από την ηγεσία της Διεθνούς χαρακτηριζόταν ως «τίμιος και συνεπής μαχητής», με τεράστια απήχηση στις μάζες. Η δημοτικότητά του, θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις και να αποφευχθεί η διάσπαση με την ταυτόχρονη παραμονή του Κόμματος στην Διεθνή. Η διάσπαση και η αποχώρηση του Κόμματος, θα αποτελούσε μια ήττα για την πολιτική της Διεθνούς, μια ήττα που θα μπορούσε να είχε οδυνηρές συνέπειες για την πορεία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος όχι μόνο στις Σκανδιναβικές χώρες, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
NKP
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νορβηγίας 1923-1939
Το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα της Νορβηγίας, (CPN, Norges Kommunistiske Parti στα νορβηγικά) που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1923, ήταν μεν μειοψηφικό σε σχέση με το ΝLP, αλλά στην αρχή αντιπροσώπευε ένα σημαντικό αριθμό μελών και στελεχών της μητρικής οργάνωσης: Περίπου το 26% του NLP (κάπου 14000 μέλη), ενώ είχε τον έλεγχο περίπου του 40% των τοπικών οργανώσεων, ιδίως στις μεγάλες πόλεις (εκτός του Όσλο) και του ενός τρίτου του κομματικού τύπου. Οι μισοί βουλευτές του NLP, πέρασαν στο CPN. Το 75% των οργανώσεων νεολαίας του Εργατικού Κόμματος, υποστήριξαν το νέο κόμμα περνώντας στις γραμμές του. Παρ’ όλα αυτά., στις πρώτες γενικές εκλογές μετά την διάσπαση, το CPN, πήρε μόλις το 6,1% των ψήφων, σε σχέση με το 18,3% του NLP και το 8,8% του δεξιού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Αυτό αποτέλεσε μόνο την αρχή μιας μεγάλης υποχώρησης του CPN, τόσο στα εκλογικά αποτελέσματα, όσο και στην γενικότερη υποστήριξή του από την νορβηγική εργατική τάξη. Στην δεκαετία του 1930. το CPN δεν είχε πάνω από 2000-5000 μέλη, ενώ στις εκλογές του 1933 πήρε μόνο το 1,8% των ψήφων, έναντι 40,1% του NLP (στο οποίο εντάχθηκε και το συντηρητικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί στον μεγαλύτερο πολιτικό οργανισμό της χώρας). Το 1935 το NLP ανέλαβε την εξουσία στη χώρα, για να την κρατήσει σχεδόν χωρίς καμία διακοπή μέχρι το 1965.Το CPN ήταν κάπως ισχυρότερο στα συνδικάτα, όπου κατείχε κάποιες ορισμένες θέσεις, ιδίως σε τοπικό επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει, είναι απολύτως δίκαιο να δεχθούμε, ότι το κόμμα που αντιπροσώπευε την εργατική τάξη και τους εργαζομένους γενικότερα ήταν το NLP, ενώ το CPN παρέμεινε μια μικρή και περιθωριακή σέχτα, αν και με ισχυρές θέσεις σε κάποια τοπικά οχυρά. Ποια μπορεί να είναι η ερμηνεία αυτής της κατάστασης; Τρεις κύριοι λόγοι, οι οποίοι σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, μπορούν να προβληθούν ως μια πειστική ερμηνεία. Πρώτα απ 'όλα, η πτώση της επιρροής και της δυναμικής του CPN, ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών μαχών εντός του κόμματος. Οι υποστηρικτές της Κομιντέρν πριν από τη διάσπαση του NLP αποτελούσαν μάλλον μια ετερογενή και ετερόκλητη ομάδα. Έτσι, όταν βρέθηκαν μαζί στο ίδιο το κόμμα τους, ξεκίνησε μια άγρια και χωρίς αρχές φραξιονιστική πάλη. Ως συνέπεια, σε λιγότερο από πέντε χρόνια τα περισσότερα από τα μέλη της πρώτης κεντρικής επιτροπής είτε αποχώρησαν από το κόμμα, στρεφόμενοι ξανά προς το NLP είτε πέρασαν σε πολιτική αδράνεια και παθητικότητα. Δεύτερον, το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετώπιζε και έναν δύσκολο ανταγωνισμό από το Εργατικό Κόμμα. Το NLP δεν ήταν απλά ένα δεξιό ρεφορμιστικό κόμμα, όπως τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Ήδη από την περίοδο παραμονής του στην Τρίτη Διεθνή, οι φεντεραλιστές, κάτω από την ηγεσία του Martin Olsen Tranmæl (1879-1967), είχαν ασκήσει έντονη κριτική στους υποστηρικτές της Κομιντέρν από τα αριστερά. Ακόμα και μετά την διάσπαση, το NLP, διατήρησε την αριστερή και εργατική φυσιογνωμία του – για παράδειγμα, η νεολαία του, εξακολουθούσε να αυτοαποκαλείται ως κομμουνιστική, με τον πομπώδη τίτλο «Αριστερή Κομμουνιστική Φάλαγγα Νέων». Συν τοις άλλοις, το NLP, έδειξε την ανεξαρτησία και πολιτική του διαφοροποίηση από τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, με το να μη συμμετέχει για πολλά χρόνια στην Δεύτερη Διεθνή. Έτσι, ο βασικός λόγος στρατολόγησης μελών από τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης – η στάση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και η προδοσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων λίγο πριν από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου - στη Νορβηγία δεν υπήρχε. Οι εργαζόμενοι στη Νορβηγία, είχαν εκφράσει έντονα την επιθυμία τους για την ύπαρξη ενός ενιαίου, σύγχρονου και ισχυρού εργατικού σοσιαλιστικού κόμματος. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, ευνοείται εξ ορισμού το μεγαλύτερο κόμμα. Ο τρίτος, αλλά εξίσου σημαντικός λόγος είναι η ίδια πολιτική της Κομιντέρν. Μια πολιτική συνεχών επεμβάσεων και παρεμβάσεων στο εσωτερικό του CPN, η οποία επιδείνωσε κατά πολύ τα πράγματα και έκανε τους εργάτες να αμφιβάλλουν κατά πόσο ή σε ποιο βαθμό το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ανεξάρτητο από την εξωτερική πολιτική της Μόσχας. Αρκετές φορές η πολιτική της Κομιντέρν επέτεινε τη σύγχυση και την οργανωτική παρακμή του CPN. Ειδικά η περίφημη πολιτική της «Τρίτης περιόδου», όπου εννοείται από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στη Νορβηγία.
Το σύνθημα του «σοσιαλφασισμού», μόνο θυμηδία προκαλούσε στη νορβηγική εργατική τάξη - εντελώς ξένο με τη νορβηγική πολιτική πραγματικότητα.1939-1945: Το CPN, από την υπεράσπιση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου, στην ένοπλη αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.
Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης της 23ης Αυγούστου του 1939, η σοβιετική συμμετοχή στον διαμελισμό της Πολωνίας, όπως και η σοβιετική επίθεση ενάντια στη Φινλανδία, οδήγησαν την ήδη χαμηλή δημοτικότητα του CPN στο ναδίρ της, Στην πραγματικότητα, το CPN, αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, όταν η Κομιντέρν ευθυγραμμιζόμενη με την πολιτική της Μόσχας μετά το γνωστό γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, ήταν ανίκανη να εκφράσει τις αντιφασιστικές διαθέσεις των εργαζομένων μαζών. Το χειρότερο από όλα, η ερμηνεία της Κομιντέρν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως έναν τυπικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο, (με κύριο ένοχο την αγγλική αποικιοκρατία και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό), διατηρήθηκε αναλλοίωτη και μετά την ναζιστική επίθεση ενάντια στην Νορβηγία τον Απρίλιο του 1940. Ακόμα και μετά την απαγόρευση της νόμιμης λειτουργίας του, τον Αύγουστο του ίδιου έτους και την κάποια ελαφριά στροφή της Κομιντέρν ενάντια στον Άξονα, το CPN και τα εξαρτημένα από αυτό συνδικάτα, επέδειξαν μια πολιτική συμβιβασμού και ανοχής τόσο απέναντι στους κατακτητές, όσο και στους ντόπιους εθνικοσοσιαλιστές. Αυτή η πολιτική θα αποτελέσει λίγο αργότερα αντικείμενο σκληρής κριτικής και από την ίδια την Κομιντέρν. Πάντως, κάποια ψήγματα έστω και παθητικής αντίστασης ενάντια στον κατακτητή (απεργίες,σαμποτάζ, κλπ), παρατηρήθηκαν από εργάτες-μέλη του CPN, πριν τη ναζιστική επίθεση ενάντια στην ΕΣΣΔ. Μετά βέβαια την κατάρρευση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου και την επίθεση της Γερμανίας ενάντια στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνιο του 1941, οι κομμουνιστές πέρασαν πια στην ενεργητική αντίσταση ενάντια στους Ναζί, που σε πολλές περιπτώσεις και ειδικά προς το τέλος του πολέμου, πήρε τη μορφή της ένοπλης πάλης και του οργανωμένου στρατιωτικού αγώνα. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτού του αγώνα, ήταν και ο de facto γραμματέας του Κόμματος και εκδότης της επίσημης κομματικής εφημερίδας «Ο Εργάτης» (Arbeideren), Henry Wilhelm Kristiansen, που βρήκε τραγικό τέλος στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. (σημείωση karhergr).
Από τη νίκη στον πόλεμο, στη μεγάλη εσωκομματική κρίση 1945-1949
Ο συνδυασμός της ενεργητικής αντίστασης των κομμουνιστών αλλά και της συμβολής της ΕΣΣΔ,στη νίκη ενάντια στους Γερμανούς, είχε σαν συνέπεια την ραγδαία αύξηση της δημοτικότητας του CPN, λίγο μετά τον πόλεμο. Αυτή η αύξηση της επιρροής του κόμματος εκφράστηκε και εκλογικά, όπου στις πρώτες εκλογές μετά τον Πόλεμο, το 1945, το CPN, κατέλαβε το εντυπωσιακό για τα δεδομένα της χώρας 11,9% των ψήφων του εκλογικού σώματος, κατακτώντας ταυτόχρονα 11 θέσεις στο νορβηγικό κοινοβούλιο (Storting). Ταυτόχρονα αυξήθηκε και ο αριθμός των μελών του κόμματος. Λιγότερα από 2000 μέλη το 1939, κάπου 34.000 μέλη το 1946.Πολλά από τα νέα μέλη προέρχονταν από την αριστερή πτέρυγα του NLP και τις οργανώσεις της νεολαίας του, ενώ τα περισσότερα είχαν συνεργαστεί με τους κομμουνιστές στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Peder Furuboth. Για μια ακόμα φορά, αυτή η ετερογενής προέλευση των νέων μελών, αποτέλεσε και την αιτία των νέων εσωκομματικών ερίδων που θα αναπτυχθούν μέσα στο Κόμμα μετά το 1946. Η παλιά φρουρά του κόμματος, όσοι από αυτούς είχαν επιζήσει από τις απίστευτες διώξεις που υπέστησαν κατά την διάρκεια του Πολέμου, ήταν φανερά δυσαρεστημένη με την εύνοια που έδειχνε η ηγεσία στα νεοστρατολογημένα μέλη και στην ανάληψη πολύ σημαντικών εσωκομματικών θέσεων από αυτά. Επίσης, μια διάχυτη δυσαρέσκεια για το ύφος και την πολιτική της ηγεσίας του Furuboth, αμέσως μετά τον Πόλεμο, εκδηλώθηκε. Αυτές οι συγκρούσεις, στα 1948-49, έλαβαν οξύτατη μορφή και είχαν σαν συνέπεια την απομάκρυνση του Furubotn και των άλλων μελών της ηγεσίας του CPN, με την συνηθισμένη τότε κατηγορία του «τροτσκισμού» και «τιτοϊσμού».Τόσο η μορφή, όσο και το χρονοδιάγραμμα στο οποίο ολοκληρώθηκαν αυτές οι διενέξεις, θυμίζουν ανάλογες αναμετρήσεις που έγιναν τότε σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης, με ενεργό ρόλο στις συντελούμενες εκκαθαρίσεις από τη μεριά των σοβιετικών.
Ο βαθμός της συμμετοχής των σοβιετικών και του ίδιου του Ι. Στάλιν σε αυτές τις διαδικασίες είναι αμφιλεγόμενος και πολλές εργασίες ιστορικών για την περίοδο αυτή είναι έντονα συγκρουόμενες για το ζήτημα αυτό.
Ο Torgrim Titlestad υποστήριξε έντονα ότι η επίθεση από στον Furubotn ενορχηστρώθηκε από τον ίδιο τον Στάλιν, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος από την «εθνικιστική πολιτική» του CPN και ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν. Από την άλλη πλευρά, ο Terje Halvorsen, έστρεψε την προσοχή του κυρίως στις εσωκομματικές διεργασίες και υποτίμησε έντονα τον σοβιετικό ρόλο, θεωρώντας τις πρώτες αρκούντως επαρκείς για να εξηγήσουν τη μεγάλη εσωκομματική κρίση του 1948-49. Τοβασικό του επιχείρημα, είναι ότι όλες οι φράξιες, αλλά και ο ίδιος ο Furubotn προσωπικά, πήραν ενεργότατο ρόλο στην εκστρατεία των σοβιετικών ενάντια στον Τίτο και ότι γενικότερα δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή των σοβιετικών στις διαδικασίες που συντελέστηκαν εντός του CPN τη συγκεκριμένη περίοδο. Μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων νέο φως ρίχτηκε σε αυτό το θέμα. Από τη μία, δεν υπήρξε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι Σοβιετικοί ήταν δυσαρεστημένοι με Furubotn τουλάχιστον περισσότερο από ότι με τους ηγέτες των άλλων παρατάξεων πριν από τον Αύγουστο του 1949. Από την άλλη, φαίνεται ότι οι εσωκομματικές συγκρούσεις ήταν μάλλον αποκλειστικά πρόβλημα του νορβηγικού κόμματος και όχι μόνο αυτό, αλλά οι Σοβιετικοί μοιάζει να ανησυχούν για αυτές και να βρίσκονται πολλές φορές – όντας χωρίς καλή ενημέρωση - σε πλήρη σύγχυση. Σε πολιτικό επίπεδο δείχνουν να ευνοούν τον Furubotn. Μια σοβιετική παρέμβαση είναι πιθανή μόνο στην τελευταία φάση της σύγκρουσης, αν και ο ρόλος του Στάλιν και η συμμετοχή του σε αυτήν, δεν έχουν εντελώς αποσαφηνιστεί. Η σύγκρουση που οδήγησε στην απομάκρυνση από το κόμμα χιλιάδων δραστήριων μελών και πολλών αξιόλογων στελεχών, ήταν μοιραία για την πορεία του CPN. Το πρόβλημα ήταν ότι συνέπεσε και στην περίοδο έναρξης του Ψυχρού Πολέμου και στην αντικομουνιστική σταυροφορία της εποχής από την Δύση. Το NLP, εκμεταλλευόμενο τις συγκρούσεις αυτές στους κόλπους του CPN και ευρισκόμενο σε θέση ισχύος ως κυβερνητικό κόμμα, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να προχωρήσει σε μια πολιτική δυσφήμησης του τελευταίου στους εργαζόμενους της χώρας. Ειδικά η διαγραφή του Furubotn, που ήταν ένας ήρωας της Εθνικής Αντίστασης της Νορβηγίας ενάντια στον Άξονα και απολάμβανε την καθολική αποδοχή του λαού, οδήγησε την ηγεσία του NLP, να αποκαλέσει το CPN ως «ομάδα συνωμοτών» (σημείωση karhergr).Στις γενικές εκλογές του 1949, το ποσοστό που πήρε το CPN, μειώθηκε δραματικά – περίπου στο μισό σε σχέση με τις εκλογές του 1945. Η κοινοβουλευτική του δύναμη, στην κυριολεξία εξαφανίστηκε, με τη βοήθεια βέβαια και του νέου εκλογικού νόμου που προέβλεπε λιγότερο αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων στο Κοινοβούλιο.
Ηττημένοι του Ψυχρού Πολέμου (1950-1970).
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 παρατηρήθηκε μία συνεχής αποδυνάμωση του CPN τόσο από οργανωτικής όσο και από πολιτικής άποψης. Μέχρι το 1956 το κόμμα εξέφρασε την αμέριστη πολιτική του υποστήριξη προς τις κατευθύνσεις και τις επιλογές του ΚΚΣΕ. Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φεβρουάριος 1956), καθώς και η στρατιωτική επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία μέσα στο ίδιο έτος, συντάραξαν το CPN και μείωσαν ακόμα περισσότερο την επιρροή του. Η γενική αντικομουνιστική διάθεση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και ο ανταγωνισμός από ένα νέο αριστερό κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Λαού που ιδρύθηκε το 1961, οδήγησαν σε περαιτέρω πτώση. Παρά την κρίση, μετά τα γεγονότα του 1956, η πίστη προς τη Σοβιετική Ένωση συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια. Όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το κόμμα θα αναπτύξει μια σχετικά περισσότερο ανεξάρτητη στάση. Δεν θα ακολουθήσει βέβαια τον ευρωκομουνισμό, όπως το σουηδικό κόμμα, αλλά θα αρνηθεί να πάρει θέση στη σινοσοβιετική σύγκρουση και να υποστηρίξει ανοικτά το ΚΚΣΕ. Δεν θα πάρει μέρος στα διεθνή συνέδρια των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που διοργάνωνε η ΕΣΣΔ, προκειμένου να καταδικαστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και ο Μάο. Ειδικά, ο νέος γραμματέας του CPN - από το 1965 ο Reidar T. Larsen, θα χαράξει μια ακόμα πιο ανεξάρτητη πολιτική από τη Μόσχα, με αποκορύφωμα την απερίφραστη και έντονη σε φραστικό τουλάχιστον επίπεδο καταδίκη της επέμβασης των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κάτι, που θα έχει ως αποτέλεσμα την προσωρινή τουλάχιστον ψύχρανση των σχέσεων του CPN με το ΚΚΣΕ και το SED (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands) της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Η κατάσταση αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα και ο λόγος για την προσωρινή διακοπή της οικονομικής βοήθειας από την ΕΣΣΔ. Η οικονομική στήριξη χρονολογείται από το 1920 και συνεχίστηκε με σταθερότητα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Κατά την διάρκεια όμως του πολέμου και κατά την πρώτη περίοδο μετά τον πόλεμο, φαίνεται να διακόπηκε ή να μειώθηκε σημαντικά η οικονομική βοήθεια που παρεχόταν στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα από την ΕΣΣΔ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η οικονομική βοήθεια άρχισε πάλι να δίδεται, μετά την ίδρυση ειδικής διεθνούς οργάνωσης για την υποστήριξη των κομμουνιστικών και εργατικών και εν γένει αριστερών κομμάτων ανά τον κόσμο. Οργάνωση που φαίνεται να τελούσε υπό την αιγίδα της Μόσχας. Από το 1950 μέχρι το 1965 το CPN, φαίνεται να λάμβανε 20000-45000 δολάρια ετησίως από αυτό το ταμείο. Επιπλέον, το CPN λάμβανε άμεση και έμμεση οικονομική υποστήριξη και από άλλες πηγές, κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση και την Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Μέσα στο 1975 κάποιοι μαοϊκοί και οι οπαδοί του ευρωκομουνισμού εγκατέλειψαν το κόμμα. Η τελευταία διάσπαση έγινε πάλι το 1975, όταν μια μερίδα οπαδών και στελεχών του Κόμματος αποχώρησαν, για να ενωθούν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Λαού, σχηματίζοντας το νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αριστεράς. Μέσα στην ομάδα αυτή, που αποχώρησε τελευταία, ήταν και ο γραμματέας του CPN, κατά την «ανεξάρτητη» περίοδό του, ο Reidar T. Larsen. Το υπόλοιπο του CPN, κατέληξε να είναι μια ασήμαντη πολιτική ομάδα με ελάχιστη ή και καμία επιρροή στη νορβηγική κοινωνία. Στις βουλευτικές εκλογές του 2005, το Κόμμα πήρε 1070 ψήφους, κερδίζοντας το πενιχρό ποσοστό του 0,04% . Ενδεικτικά δυσκολεύτηκε να βρει υποψήφιους και δεν μπόρεσε να κατεβάσει λίστες σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας!!! (σημείωση karhergr).
Η πρόκληση του μαοϊσμού.
Όπως ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή του παρόντος αφιερώματος, στα τέλη της δεκαετίας του1960, εμφανίστηκε στη Νορβηγία ένα μαοϊκό κίνημα, το οποίο θα οδηγήσει στο σχηματισμό του ισχυρότερου μαοϊκού κόμματος της Ευρώπης, του Κομμουνιστικού Κόμματος των Εργαζομένων / μαρξιστικό-λενινιστικό. (Workers' Communist Party /ml – WCP (ml). Arbeidernes Kommunistparti(marxist-leninistene) στα νορβηγικά).
Το συγκεκριμένο κίνημα, αναπτύχθηκε έξω από τις τάξεις του CPN. Πολύ λίγα μέλη του CPN, που έβλεπαν με συμπάθεια την κινεζική επανάσταση αποχώρησαν από αυτό για να οργανωθούν στο μαοϊκό κίνημα. Στο μέτρο που είμαστε σε θέση να μιλάμε για κομμουνιστικό κίνημα στη σύγχρονη Νορβηγία και ειδικά στην δεκαετία του 1970, εννοούμε αποκλειστικά και μόνο το WCP (ml).Το μαοϊκό κόμμα, δηλαδή το WCP (ml), πιστό στις μαοϊκές αρχές δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις εκλογικές αναμετρήσεις – στην πράξη μάλλον ελάχιστα ενδιαφερόταν για αυτές. Αλλά, κατάφερε να καθοδηγήσει μια μεγάλη σειρά από απεργιακούς αγώνες, να πάρει με το μέρος του πολλά εργατικά σωματεία, να κατακτήσει πολλές θέσεις σε δημοτικά συμβούλια και σε συμβούλια κομητειών, ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα απέκτησε και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αποτέλεσε δε έναν ισχυρό πόλο έλξης για τη φοιτητική νεολαία, για πολλούς διανοούμενους και καλλιτέχνες. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι κατάφερε να κυκλοφορήσει μια εφημερίδα σε καθημερινή βάση, που την αποκαλούσε «Πάλη των Τάξεων» (Klassekampen στα νορβηγικά). Εύλογα, οι ερωτήσεις που μπαίνουν είναι ποια η πηγή αυτού του κινήματος και ποιοι οι λόγοι της σχετικής επιτυχίας του; Οι απαντήσεις, μόνο σε θεωρητικό επίπεδο μπορούν να δοθούν και πάντα με σχετική επιφύλαξη, αφού σε αυτό το ζήτημα έχει γίνει μικρή ή και καθόλου έρευνα. Πρώτα απ’ όλα, η κίνηση των μαοϊκών ήταν ένα φαινόμενο της νεολαίας. Οργανωτικά προερχόταν από ένα τμήμα της νεολαίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Λαού, το οποίο μετεξελίχθηκε σε μια φιλοκινεζική μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση κατά την διάρκεια του 1967-69. Το τμήμα αυτό αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Λαού, στις αρχές του 1969, για να προχωρήσει στην οικοδόμηση ενός μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, το οποίο τελικά ιδρύθηκε επίσημα το 1973 (με πρώτον γραμματέα τον θεωρητικό των media, Sigurd Allern). Όπως και να είναι, το μαοϊκό κίνημα στη Νορβηγία ήταν το τέκνο της εξέγερσης της νεολαίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960.Ακόμα και αν αληθεύει ότι μέσα στο νεολαιίστικο κίνημα του 60, υπήρχαν και άλλες τάσεις, είναι γεγονός, ότι η κύρια μορφή, αλλά και το κυρίαρχο αποτέλεσμα ήταν το κίνημα των μαοϊκών.
Οι ηγέτες του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος της Νορβηγίας, Pål Steigan και Tron Øgrim σε συνάντηση με τον Πρόεδρο Μάο, Πεκίνο 1972
Δεύτερον, υπάρχει το ερώτημα του γιατί η εξέγερση της νεολαίας πήρε ακριβώς αυτή τη μορφή. Η απάντηση είναι απλή. Απουσίαζαν άλλες σοβαρές ιδεολογικές ή οργανωτικές εναλλακτικές λύσεις. Το κίνημα νεολαίας στη Νορβηγία, όπως και στις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες, χαρακτηριζόταν από την αντίδραση των νέων εναντίον των υφιστάμενων πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών και των παραδοσιακών κομμουνιστικών. Ούτε το CPN, αλλά ούτε το ειρηνόφιλο ρεφορμιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Λαού, θα μπορούσαν εκείνη την περίοδο να θεωρηθούν ως πειστικές εναλλακτικές πολιτικές λύσεις. Οι μικρές αναρχικές ομάδες ήσαν – όπως πάντα – κακά οργανωμένες και δεν αντιπροσώπευαν μια συνεπή ιδεολογική επιλογή. Τροτσκιστές δεν υπήρξαν ποτέ στη Νορβηγία. Έτσι, όταν μια αρχικά μικρή ομάδα νέων, αυτό καθορίζεται ως μαρξιστική-λενινιστική, εμπνευσμένη από τη Σκέψη του Μάο, καταφέρνει αυτόματα να κερδίσει το πολιτικό παιχνίδι μέσα στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, πολύ πριν τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τον Μάιο του 1968, της δώσουν ακόμα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα. Τεράστια πλεονεκτήματα. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι, δεν προσπάθησαν μόνο να δημιουργήσουν ένα νέο κομμουνιστικό κόμμαμε μαοϊκές αρχές σε εθνικό επίπεδο. Το κυριότερο είναι ότι ήσαν ικανότατοι ακτιβιστές, που μάχονταν κάτω από τη σημαία μιας κοσμοθεωρίας. Μια κοσμοθεωρία που την εποχή εκείνη ήταν ελκυστική (ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε), για πολλούς νέους σε όλον τον κόσμο, για πολλούς νέους που έψαχναν το νόημα της ύπαρξης και είχαν έρθει σε απόλυτη ρήξη με τις καθιερωμένες πολιτικές και κοινωνικές αξίες. Το μαοϊκό κίνημα έγινε η αιχμή του δόρατος του αγώνα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και των άλλων αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων αλληλεγγύης στη Νορβηγία. Το κίνημα των μαοϊκών έγινε αμέσως γνωστό για την στρατιωτικού τύπου αποτελεσματικότητά του και την απόλυτη αφοσίωση των μελών του.
Ο γραμματέας του WCP, Pal Steigan, σε συνάντηση με τον Pol Pot.
Οι θέσεις αυτές δεν αποτελούν βέβαια πλήρεις απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά και πολύπλοκο είναι το ερώτημα γιατί οι επιπτώσεις του κινήματος της νεολαίας είχαν τόσο βαθιά και διαρκή επίδραση στην πορεία ολόκληρης της νορβηγικής αριστεράς, περισσότερο από κάθε άλλη σκανδιναβική ή ευρωπαϊκή χώρα γενικότερα. Μέρος της απάντησης μπορεί να βρίσκεται στην μακροχρόνια και βαθιά ριζοσπαστική παράδοση του νορβηγικού εργατικού κινήματος. Γενικότερα όμως, μπορεί να έχει κάποια σχέση με τον νορβηγικό πολιτικό πολιτισμό, αλλά και τη νορβηγική θρησκεία, όπου ο μιλιταρισμός, η αυτοθυσία, η προσήλωση στον τελικό σκοπό, αλλά και η θρησκευτική αναβίωση έβρισκαν πάντα πρόσφορο έδαφος.
Συμπληρωματικά:
Με πρωτοβουλία των μαοϊκών θα δημιουργηθεί η λεγόμενη Κόκκινη Εκλογική Συμμαχία (Red Electoral Alliance - RV), η οποία περισσότερο επιφανειακή οργανωτικά, θα καταλήξει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να έχει υπερδιπλάσια μέλη από το WCP (ml). Τον Μάρτιο του 2007, τοWCP (ml) και η RV μετά από ένα συνέδριο συγχώνευσης θα αυτοδιαλυθούν και νέο κόμμα που θα δημιουργηθεί θα ονομαστεί «Κόκκινο Κόμμα» (Red).
Το «Κόκκινο Κόμμα», αν και οραματίζεται τον κομμουνισμό και την αταξική κοινωνία, στόχους που τους εκφράζει στο πρόγραμμά του, οργανωτικά δεν είναι λενινιστικό. Συνεχίζει να έχει κομματικούς πυρήνες στους χώρους εργασίας και στα πανεπιστήμια. Πέρα από τις γενικότητες περί «αντιιμπεριαλιστικών αγώνων» και της αποχώρησης της νορβηγικής στρατιωτικής δύναμης από το Αφγανιστάν, οι πολιτικοί του στόχοι κυρίως συνοψίζονται στη μη ένταξη της Νορβηγίας στην ΕΕ, όπως και στην διατήρηση του κρατικού ελέγχου στην εξόρυξη του ορυκτού πλούτου και στην εκμετάλλευση των πετρελαιοπηγών της Νορβηγίας. Τέλος, όσο αφορά το ζήτημα της Καμπότζης:Η αμέριστη υποστήριξη που έδωσε το WCP (ml) στο καθεστώς του Πολ Ποτ, ακόμα και μετά την αποκάλυψη των τρομερών εγκλημάτων των «Ερυθρών Χμερ», θα στοιχίσει πολύ στο Κόμμα και θα το δυσφημήσει για καιρό. Στις αρχές του 1990, νέες αποκαλύψεις για τον μιλιταρισμό εντός του κόμματος (στρατιωτική εκπαίδευση των μελών του στα πλαίσια της πιθανότητας επαναστατικής και ένοπλης κατάληψης της εξουσίας) και τον αυταρχισμό της ηγεσίας του, θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση της πολιτικής του επιρροής. Όπως και να είναι το 2003, δύο ανώτερα στελέχη του νορβηγικού μαοϊσμού, οι Finn Sjue και Egil Fossum θα ζητήσουν δημόσια συγγνώμη από τα μέλη και τους οπαδούς του κόμματος, για την ολοκληρωτική κουλτούρα που είχε κυριαρχήσει μέσα σε αυτό.