ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
ΑΝΔΡΑΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ & ΔΙΑΖΥΓΙΟ-ΤΕΚΝΑ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΔΙΑΤΡΟΦH: Είναι δεδομένο, και στατιστικά αποδεδειγμένο, στην καθημερινή ελληνική δικαστηριακή πρακτική των διαζυγίων η απονομή του προνομίου της τιμής της ανατροφής των τέκνων να απονέμεται σχεδόν καθ' ολοκληρία, αποκλειστικά στον γονέα θηλυκού γένους, πάρα τις επαγγελίες των σχετικών νόμων κλπ περί ισότητας των δυο φύλων.
Με τη τιμητική αυτή απονομή ο γονέας έχει πλέον πρόσβαση στην αποκλειστική συναισθηματική διαμόρφωση και «χρήση» του ανηλίκου τέκνου, και το μοίρασμα της με τον άλλο γονέα, επαφίεται στη πράξη σχεδόν πάντα και αποκλειστικά στη διακριτική του ευχέρεια, που με δεδομένη την αντιπαλότητα, έχθρα και καχυποψία μεταξύ τους εύκολα συμπεραίνει κάνεις ότι δεν συντρέχουν πρακτικοί λόγοι για να αποποιηθεί το αποκλειστικό του προνομίου, κυρίως φοβούμενος το «θεριό» της αρπάγης της αποκλειστικότητας από την άλλη πλευρά.
Η προνομιακά επιδαψίλευση αυτής της υπέρτατης τιμής περίτεχνα βαφτίζεται ως «ανάθεση αποκλειστικής άσκησης του δικαιώματος της γονικής μέριμνας του τέκνου», έκφραση που έχει γίνει συνώνυμη του θηλυκού γένους, και υπό αυτήν την έννοια, στη συνέχεια, αντί για τιμή, προσμετρείται ως βάρος με οικονομική αποτίμηση, ώστε να αποτελέσει και μέρος του οικονομικού συμψηφισμού, που θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τον πατέρα.
Εξίσου κομψά έχει μετονομαστεί το δικαίωμα της ιερής αρχέγονης βιωματικής σχέσης γονέα-τέκνου σε «δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με τέκνο» το όποιο στη πράξη πρόκειται μάλλον για δικαίωμα της μητέρας, στην αποξένωση του πατέρα από το τέκνο του. (βλ. P.A.S.)
Αντίθετα η «επιδίκαση επιβολής υποχρέωσης καταβολής χρηματικής διατροφής για τα τέκνα του στην πρώην σύζυγο», έκφραση συνώνυμη του ανδρικού φύλου μαζί με τον διασυρμό του, αποφασίζεται και απαγγέλλεται, αβασάνιστα, συλλήβδην σε άπαντες τους χωρισμένους πατεράδες, χωρίς να λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπικότητα και η βούληση του πατέρα, παρά μόνο η πιθανολογούμενη διάσταση, η δικαστηριακή οικονομική του κατάσταση που συχνά απέχει παρασάγγας από την πραγματική, οι «συγκεκριμένο-αόριστες ανάγκες του τέκνου» ενώ η συνομολογία του, συχνά σε συνθήκες πίεσης, αποτελεί από μόνη της (αν είναι δυνατόν?) το αλάθητο τεκμήριο αληθείας της απόφασης, όταν βέβαια το «συμφωνηθέν» χρηματικό ποσό είναι αρκούντως υψηλό και όχι το αντίθετο.
Συχνά ακούγεται και η «παρηγορητική» έκφραση, ακόμα και από τον ίδιο του το συνήγορο - «Δεν πειράζει, για τα παιδιά σου είναι» - λες και ο ίδιος, δε γνωρίζει και χρειάζεται δασκάλους για να του διδάξουν και να του επιβάλλουν μαθήματα για το τι χρειάζονται τα ίδια του τα παιδιά.
Η διαχείριση και η κατάληξη του μηνιαίως καταβαλλόμενου χρηματικού ποσού, είναι πρακτικά ανεξέλεγκτη.
Το ύψος των παχυλών επιδικαζόμενων διατροφών περισσότερο εκλογικεύει και συντονίζεται με την ευημερούσα οικονομική πραγματικότητα των επαγγελματιών του χώρου παρά αντικατοπτρίζει τη συχνότατα δεινή και δυσχερή οικονομική δυνατότητα των διαζευγμένων πατεράδων.
Αναπαράγει, το εσφαλμένο στερεότυπο του, πάλαι ποτέ, «ισχυρού» άνδρα έναντι της «ανίσχυρης» γυναίκας.
Η οικονομική αφαίμαξη του πατέρα στα όρια, συχνά και πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων του, οδηγώντας τον σε εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, οικογενειακών κειμηλίων και συναισθηματικών αντικειμένων, δεν του αφήνει καμία διαπραγματευτική ισχύ σε σχέση με τα παιδιά και την πρώην σύζυγο, παγιώνοντας και ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την οριστική αποξένωση μεταξύ τους, εξαλείφοντας συγχρόνως κάθε υποψία επανασύνδεσης τους, ενώ δημιουργεί συνθήκες πρόκλησης άλλων διαζυγίων και από τις πλέον ανυποψίαστες συζύγους, όταν το πληροφορηθούν.
Απαξιώνει, προσβάλει, βάναυσα τη προσωπικότητα του, ως άνδρα-πατέρα και γονέα, πέρα από την άνιση μεταχείριση που βιώνει.
Τον απογυμνώνει από το γονικό του δικαίωμα να αξιολογεί κατά την κρίση του τις ανάγκες του παιδιού του και να συμβάλει εκούσια και ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές του δυνατότητες, διαπαιδαγωγώντας, με το ύψος της εκάστοτε παροχής, το παιδί του, σύμφωνα με το αλάθητο πατρικό του φίλτρο.
Η υποχρέωση διατροφής όταν επιβάλλεται παγίως και άνωθεν, δημιουργεί συνθήκες οικονομικών και ποινικών διώξεων του, σε περίπτωση έστω και προσωρινής του οικονομικής δυσπραγίας, όχι μόνο λογω της μη καταβολής της, αλλά και από αιτίες προσωπικής εμπάθειας και αντεκδίκησης, με συνέπειες συχνά ολικής καταστροφής για τον ίδιο και κατ' επέκταση μακροπρόθεσμα και για τα παιδιά του, τα οποία υποτίθεται ότι προστατεύει η απόφαση.
Η αβασάνιστη επιδίκαση διατροφών, σε ενήλικα τέκνα που σπουδάζουν, διαρρηγνύει ανεπιστρεπτί την σχέση γονέα-τέκνου, τους φέρνει αντίπαλους στο δικαστήριο, εμπεδώνει σχέσεις μίσους, αδιαφορίας, συμφέροντος, αποξένωσης δημιουργώντας στον πατέρα οικονομικές υποχρεώσεις, περιχαρακωμένες μόνον από το «εξ' αίματος δίκαιον» (jus sanguinis) χωρίς κανένα αντίκρισμα αμοιβαίας αγάπης, σεβασμού, αλληλοβοηθείας, στοργής. Συγχρόνως παραβλέπονται οι σύγχρονες δυνατότητες σύναψης σπουδαστικών δανείων με τραπεζικά ιδρύματα με ευθύνη του ενηλίκου σπουδαστή και με μακρό χρόνο ευνοϊκής αποπληρωμής.
Τον υποχρεώνει να ζει σε κατάσταση συνεχούς ανησυχίας και αγωνίας με δεδομένες τόσο τις ανά διετία αναπροσαρμογές των διατροφών, όσο και τις αργές και χρονικά απροσδιόριστες διαδικασίες εκδίκασης και έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων όλων των βαθμίδων.
Ακόμη είναι αναγκασμένος να εξοικονομεί συνεχώς χρήματα υποβάλλοντας σε συνεχή ένδεια τόσο τον ίδιο όσο και την ενδεχόμενα νέα οικογένεια, εάν καταφέρει λογω των προαναφερθέντων προβλημάτων να δημιουργήσει, ώστε να ανταπεξέλθει τόσο στα αλλεπάλληλα δυσβάστακτα δικανικά έξοδα όσο και να αντιμετωπίσει τυχόν «δυσάρεστες εκπλήξεις» από απρόβλεπτες αποφάσεις.
Η μετατόπιση της επίλυσης των προβλημάτων των διαζυγίων, με μέριμνα των πρώην συζυγών-γονέων, αποπροσανατολίζει και δημιουργεί αντιπερισπασμό για τις ουσιαστικές ευθύνες της πολιτείας που βασιλεύει πάνω σε διαιρεμένες και πανταχόθεν ευάλωτες οικογένειες, κατά κανόνα στην πλέον παραγωγική τους ηλικία και που ο μεγάλος τους αριθμός σήμερα αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και αποτελεί τον «μίτο της Αριάδνης» στα τόσα πολλά σημερινά «ανεξήγητα» αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα.
Τα ζητήματα του γάμου, της οικογένειας, των διαζυγίων όσο και η μετέπειτα πορεία των παιδιών των διαζυγίων, κυριολεκτικά αφήνονται στη τύχη τους, στην ουσία χωρίς κανένα γονέα, βορά σε κάθε είδους «ειδικούς καλοθελητές», πέραν κάθε αρχής προστασίας της οικογένειας, του γάμου, της παιδικής ηλικίας, της αξιοπρεπείας.
Michael Pakas
ΠΗΓΗ: